-Εκεί απέναντι είναι τα Λιβερά,είπε ο φίλος μου ο Λάκης,δείχνοντας μου το απέναντι βουνό.
-Τα Λιβερά?και γιατί δεν φαίνονται την νύχτα τα φώτα του?
-Είναι εγκατελειμμένο.
-Εγκατελειμμένο?Τι θέλεις να πεις?
-Είναι έρημο।Οι κάτοικοι του έφυγαν στην δεκαετία του 60 οι περισσότεροι για Γερμανία.
-Και μετά?γιατί δεν επιστρέψανε μετά?
-Γιατί δεν είχε νερό.Μόνο πέντε πηγάδια.Δεν έφταναν.
-Δεν υπάρχει κανένα σπίτι?
-Μονο δύο,οι ιδιοκτήτες έρχονται καλοκαίρι,Χριστούγεννα ,Πασχα και απότι ξέρω μένει κι ένας τσομπάνης.Και βέβαια έχει ΄τ'αλογα?
-Αλογα?τι άλογα?
-Καμιά διακοσαριά άλογα,ελεύθερα,άγρια.
-Πως βρέθηκαν εκεί?
-Οι κάτοικοι,όταν έφυγαν άφησαν πίσω τους τα άλογα που είχαν.Τι να τα έκαναν...Αυτά πολλαπλασιάστηκαν και ζούνε πλέον ελεύθερα...
Αυτό από μόνο του μου κέντρισε την φαντασία.
-Θα πάμε?του είπα.
-Οποτε θέλετε μου απάντησε.
Εμένα σαν του Άγιου,μη μου τάξεις...Παρασκευή έγινε η κουβέντα,Κυριακή πρωί είμασταν στον δρόμο για τα Λιβερά.
Ο δρόμος καλός αν εξαιρέσεις τις πέτρες από τις κατολισθήσεις...
Από κάποιο σημείο του δρόμου, στο βάθος απέναντι φαινόταν το χωριό μου
Ο Νεστος και τα χωράφια του χωριού μου
Λιβερά σε υψόμετρο 450 μέτρων δίπλα στον ποταμό Νέστο.
Κατοικήθηκε από Ποντίους το 1923.Πεντακόσιοι περίπου πρόσφυγες με χαραγμένο βαθιά στην ψυχή τους τον πόνο του ξεριζωμού εγκαταστάθηκαν στη γωνιά αυτή που δεν ήταν και η πιο φιλόξενη.
Κακοτράχαλα μονοπάτια, στενά καλντερίμια με μοναδικά μέσα μεταφοράς τα γαϊδουράκια, τα μουλάρια και τα άλογα .Χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και κεντρική παροχή νερού αγωνιζόταν να επιβιώσουν.Σπίτια χτισμένα από πέτρα εκλειναν τους καυμούς, τις πίκρες τους,τον αγώνα για επιβίωση.
Προς το τέλος της δεκαετίας του ΄50 άρχισε η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση των κατοίκων.
Πλήρης ερήμωση και μόνο τ'αλογα, μόνιμοι κάτοικοι, παρακολουθούν από απόσταση την σπάνια διέλευση αυτοκινήτων. Περήφανα,άγρια,ατίθασσα,μοναδικά.Είμασταν από τους τυχερούς που καταφέραμε να τα δούμε, να τα θαυμάσουμε σχεδόν από κοντά.Θα μου μείνει αξέχαστος ο ήχος των ποδιών τους καθώς απομακρυνόταν από κοντά μας φοβισμένα.
Αποφασίσαμε να ανέβουμε λίγο παραπάνω σε υψόμετρο περίπου χιλίων μέτρων να απολαύσουμε τους μαιάνδρους του Νέστου από την μια μεριά και την πεδιάδα του από την άλλη.
Ο ήλιος στηλωμένος ψηλά για τα καλά,δυνατός,επηρέασε τις φωτογραφίες.Δεν έχω δα και καμιά μηχανή της προκοπής εδώ που τα λέμε...
Το συναίσθημα που νοιώθει κανείς σε τέτοια μέρη δεν περιγράφεται...
Η ψυχή γίνεται κλωστή κι αφήνεται να παρασυρθεί από το φως και την αρμονία...